- ιγδίζω
- [ιγδίον]κοπανίζω στο γουδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίγδισμα — ἴγδισμα, τὸ (Α) 1. κοπάνισμα 2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. *ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»] … Dictionary of Greek